υπεραπόλλυμι

υπεραπόλλυμι
Α
1. καταστρέφω τελείως
2. παθ. ὑπεραπόλλυμαι
χάνομαι για κάποιον, πεθαίνω για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀπόλλυμι «καταστρέφω εντελώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”